Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

λέξεις από το χωριό



χλιάρας: αυτός που δεν ακούει ότι του λες ο ξεροκέφαλος
φτάκαρς: αυτός που έχει μεγάλα αυτιά
τζαχείλας: αυτός που έχει μεγάλα χείλια
τσιόκος: ο αγκώνας
κούτκας: το πάνω κεντρικό μέρος του κεφαλιού
μπούζα: ο έρπης χειλιών
λούγκα: το βγάζει κάποιος ανάμεσα στους μηρούς όταν κουτσαίνει επίτηδες
τσιρενιάσμα: η αίσθηση ότι σε τραβάει το δέρμα.επίσης η αίσθηση όταν σε χτυπάνε με πλαστικό η κλαδί
πλιακουτάει: το λέμε για υγρά και για τον ήχο που κάνουνε  σε δοχείο μόνο πχ: κάτι έχει το βαζάκι πλιακουτάει
πασταλάκια: τα πράσινα φασολάκια
ρόκα: το καλαμπόκι
κάρνα: το καρβούνο
σκαντζαλίθρες: οι σπίθες της φωτιάς
μεσάλι: μικρή πετσέτα κουζίνας
μπακακούλι: το βατραχάκι
πόστασα: κουράστηκα
γυφτίτσα: το λουλούδι κατιφές
μπουρμπουνάρι: το μεγάλο μαύρο έντομο
γκουστιαρίτσα:η σαύρα
λαμανιό: η ακαταστασία
τσιάτσιαβο: ο σκανταλιάρης
κουτσιφόκαλο: είδος σκούπας
γραμμένη: η πολύ όμορφη κοπέλα
μαρκάτη: το γιαούρτι






Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ


                                    ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ
<<παρά-οιμος>> = κοντά στο δρόμο.
Στην αρχαία Ελλάδα οι προγονοί μας συνήθιζαν να γράφουν σε μικρά κομμάτια από μάρμαρο καθώς και σε κεραμικό υλικό σύντομες φράσεις τις οποίες και τοποθετούσαν στην άκρη του δρόμου.
Οι παροιμίες αποτελούν μέρος του λαογραφικού μας θησαυρού που μέσα από λιτές φράσεις αποδίδουν την λαϊκή σοφία. Παραδόθηκαν σε εμάς με τον προφορικό λόγο.
Παρακάτω παρουσιάζονται μικρές λακωνικές φράσεις της ντοπιολαλιάς μας που περιγράφουν την θετική η αρνητική πλευρά της ζωής.

Σι ξένου φαί άλας μη ρίχν(τ)ς.          

Σαν τα λάχανα στου τσ’κάλ(ι).

Η κυρά η Βαγγιλή απ’ τουν ύπνου στου φαί.

Μιγάλ(η) χαψιά φά(ει), τρανό λόγου μη λες.

Π’ αχείλ(ι) σ’ αχείλ(ι) μαθαίν’ χίλι(οι).

Τράνιψι η κουλουκύθα, στράβουσι κι του λιμό.

Τουν λύκου τουν ικούριβαν κ(ι)’ αυτός ίλιγι
 <<πάν, σκαπέτσαν τα πράτα.>>

Εμ γαλάτα, εμ μαλάτα, εμ τ’ αρνιά θηλκά.

Πιρσ’νά κουμμάτια, φιτ’σνιές χαψιές.

Όποιους αφκριέτι τα θκά τ’ ακούει.

Του καλό τ’ αρνί ’που δ(γ)ιό μάνις βζαίν(ει).

Ώρσαν ’ν αλ(ι)πού κ’ η αλ(ι)πού ’ν ουρά τ’ς.

 Όλα τα γρούνια μια μύτ’ έχν.

Γαμπρέ μπουτί είσι μύξαβους;
Είμι ’που του χειμώνα.
Ιγώ   τέτοιουν σι ξέρου κ’ απ’ του καλουκαίρ(ι). 

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΑΝΤΙΧΑΣΙΩΝ


Το ιδίωμα των Αντιχασίων είναι ένα τυπικό βορειοελλαδίτικο ιδίωμα που μιλιέται στα Αντιχάσια όρη των Τρικάλων .Γλωσσολογικά είναι πολύ κοντά στα κοζανίτικα. Όπως όλα τα ιδιώματα της νεοελληνικής με τον καιρό έχει αλλοιωθεί από την επίσημη ελληνική ,τόσο στο λεξιλόγιο όσο και στη φωνολογία και κινδυνεύει με εξαφάνιση εξαιτίας της εσωτερικής μετανάστευσης του πληθυσμού,της τηλεόρασης και άλλων παραγόντων.

Βασικά χαρακτηριστικά,όπως και σε όλα τα βόρεια ιδιώματα,  είναι η στένωση του ε σε ι,η σίγαση του ι στο τέλος της λέξης,καθώς και η συγκοπή  φωνηέντων ή συλλαβών.Το ιδίωμα αυτό έχει και άλλες ιδιαιτερότητες που παρατηρούνται και σε άλλα βόρεια ιδιωμάτα ενώ σε κάποια άλλα όχι όπως:
  •  η χρήση του θηλυκού άρθρου η για αρσενικά ονόματα:η Γιώργους,η Νίκους,η Γιάντς (ο Γιάννης)
  • η γενική πληθυντικού σχηματίζεται περιφραστικά με τη λέξη 'από' .Ο σχηματισμός της γενικής μ'αυτό τον τρόπο ίσως είναι επιρροή από τα βλάχικα (αρμάνικα).
  • τροπή του ο/ω σε ου
Στο λεξιλόγιο παρατηρούνται επιρροές από τα τουρκικά,τα βλάχικα,αλλά και τα αρχαία ελληνικά ,ενώ πιο σπάνια  από τα αρβανίτικα.

λεξιλόγιο 
η νουβουρός=η αυλή (αρχ)
η αρίτσιους=ο σκατζόχοιρος ,βλάχικο αρίτσι(ου)
η αρίδα=το πόδι ,ειδικά το μακρύ πόδι 
η μουσαφίρς=ο μουσαφίρης,ο επισκέπτης
η σίκς=ο μάγκας (ασίκης από τα τουρκικά)
Μερικά επίθετα προκαλούν και γέλιο μόνο στο άκουσμά τους:
η πουτσαράς,η πουτσαρίνα=καμία σχέση μ'αυτό που νομίζετε-ο μάγκας,η μάγκισσα ειρωνικά
τα νγκόρδα=ψόφησε π.χ. ένα έντομο (μάλλον αρβανίτικο)
του σκλί=το σκυλί
η γίδα=η κατσίκα
του γατί=η γάτα
του τραΐ=ο τράγος
του κριάρ(ι)=το κριάρι
του γουμάρ(ι)=ο γάϊδαρος
Ψόφσι του γουμάρ(ι)=ψόφησε ο γάϊδαρος
Λύκους! ή Λύκους να σι φάει=το λένε σε ένα ατίθασο ζώο
του φουκάλι=η σκούπα από κλαδιά θάμνου που σκουπίζουν το μαντρί
φουκαλίζου=σκουπίζω 
η μπατανία=η κουβέρτα (αλβανικό batanije =η κουβέρτα)
η βιλέντζα=η κουβέρτα
του καστραβέτσ(ι)=το αγγούρι (αλβανικό castravec)
Κάποιες λέξεις όπως 'του καστραβέτσ(ι)' δεν χρησιμοποιούνται και δεν είναι γνωστές από όλους.
ξαργού=επίτηδες 
αναδριμώνω=ξεσηκώνω
ταχιά=αύριο (βλάχικο ταχνά=πρωί)
τηρώ=κοιτώ
Τέ(ρ)α κεί!=Για κοίτα!Δηλώνει έκπληξη
γκανταλάω/ου=γαργαλάω -βλάχικο γκεντελίκ(ου)
γκουντρουγκλάω/ου=σκοντάφτω και πέφτω
μαγαρίζω/ου=μολύνω
μαγαρ(ι)σμένου=μολυσμένο
μπαταλιασμένου=αναθεματισμένο
ανάτσαλο=αποκρουστικό 
τσιουλίζω=κατανικώ
Θα σι τσιουλίσου!Του τσιούλτσα (π.χ. στο τάβλι,στη δηλωτή)! Τον κατανίκησα!
Μην του πιάντς του μαγαρ(ι)σμένου (του γατί) !=μην την πιάνεις τη γάτα,έχει αρρώστιες
του πιδί κι του κουρίτσ(ι)=το αγόρι και το κορίτσι
Το κορίτσι προφανώς δεν θεωρείται παιδί αλλά 'κουρίτσ(ι)'! 
ρα=χρησιμοποιείται όταν απευθυνόμαστε σε άνδρες
μα=χρησιμοποιείται όταν απευθυνόμαστε σε γυναίκες
Ιδώ ρα!Ιδώ μα!=Εδώ κοίτα,πρόσεχε τί λέω ή απλά 'εδώ'!
του αμπάρι=αποθήκη για σιτάρι κυρίως 
του καρδάρ(ι)=μεγάλο δοχείο που βάζουν  το γάλα κατά το άρμεγμα
γκιούμ(ι)=είδος δοχείου
η φούρκα=η διχάλα ,π.χ. σε ξύλο
η γκουρτσιά=αχλαδιά
η γνιέκα=η γυναίκα

κλίση του ουσιαστικού η γνιέκα
η γνιέκα,τς γνιέκας,τ γνιέκα,γνιέκα
οι γνιέκις,απ'τς/τζ γνιέκις,τς/τζ γνιέκις,γνιέκις


Πηγη. http://www.glossesweb.com/#

Κυριακή 13 Μαΐου 2012


ακόμα μερικές λέξεις από χωριό:
τα πικίθι: πίσω ( γεωγραφικός όρος)
τα πλαλούντα : γρήγορα
ταπιτόργια: προηγουμένως
τάχατι άμας: ( το λέμε σε καταστάσεις η πρόσωπα ειρωνικά όπως για παράδειγμα:είσαι καλύτερος από κείνος τάχατι άμας)
σνάζω: πέφτω κάτω, χτυπώ
παρανταριιά: ( τα πήρε όλα παρανταρια, τα σάρωσε)
ζκναω: σκουντάω
αζμπόζω: σπρώχνω με δύναμη
παταριια: σφαλιάρα
τσόκος: αγκώνας
τραφιάσκα: σκόνταψα και χτύπησα
κανάτι: παντζούρι
κούτκας: το πάνω μέρος του κεφαλιού
οβρός: αυλή
φουκαλίτσα: σκούπα
τσιονάκια: τα πιάτα τα άπλυτα
γκουντρουγκλιέμαι: κυλιέμαι κάτω
λισγκάρι: φτυάρι
ζούζουλο: το φάντασμα 
τσιόκανα: τα βότσαλα
τσιφτιλίθκο,καντιποτεινιο,παρασάνταλο: λέξεις που τις χρησιμοποιούμε για να προσβάλλουμε πολύ κάποιον. 
σκλί αλτσάρκο: το λέμε για κάποιον που δεν τον "έχει ο τόπος" και δημιουργεί προβλήματα
τριπουτάω: κάνω θόρυβο αλλά διακριτικά
ζαράλια: ζήμιες απο κει και το ζαραλούθκο: εκείνος που κάνει συνέχεια ζημιές
τσακατάρικο: ζαβολιάρης
μπλούντα: η κάμπια που πέφτει από τα πεύκα
αστόχσα: ξέχασα
δουκιέμαι: θυμήθηκα
θερμαθκα: αρρώστησα
καρικωθκα: πιάστηκα ( μυικός πόνος)




Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

λεξιλόγιο 1 κουζίνα

απλάδα: ο δίσκος

άρκλα: έπιπλο για τη φύλαξη του ψωμιού και των τροφίμων

γκούμπζα: βαθύ πιάτο

γυαλί: ποτήρι

δερμόνι: κόσκινο για τον τραχανά και το σιτάρι

κλιδοπίνακο: ξύλινο σκεύος για τυρί

λαβίδα: το κουτάλι

λαθκό: σκεύος για λάδι

λακασάς: μεγάλο σκεύος για φαγητό κυρίως σε γάμους χρησιμοποιείται η για τον τραχανά

μαστραπάς: κύπελλο για νερό

μεσάλι: η πετσέτα κουζίνας

μπουσκουσκούτια: ''γάντια φούρνου'', συνήθως είναι πλεκτά στο χέρι σε σχήμα ρόμβου

μψούρα: το πιάτο

πλακωτό: εκεί τοποθετείται το ψωμί για να φουσκώσει πριν ψηθεί

σουπιάρα: βαθύ πιάτο

στρακσταρι: το σουρωτήρι

τζιουτζιουβές: το μπρίκι

τσιουνάκια : τα πιάτα

τυροφάης: δέρμα κατεργασμένο για τυρί

χλιάρα: κουτάλα




LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...